-
1 κατ-άρχω
κατ-άρχω, anfangen, beginnen, zuerst Etwas thun; τίνες κατῆρξαν μάχης Aesch. Pers. 343; ὁδοῦ κάταρχε, gehe des Wegs voran, Soph. O. C. 1023; δεινοῠ λόγου κατῆρξας Trach. 1125; λόγων κατάρχομεν τῇ πόλει ὠφελίμων Ar. Lys. 638; μάχης Eur. Suppl. 675; λόγου Plat. Prot. 351 e; absol., Conv. 177 e; τοῦ καλεῖν Xen. Hem. 2, 3, 11; c. partic., καὶ αὐτὸς οὕτω ποιῶν κατῆρχεν Cyr. 4, 5, 58; – seltner c. acc., ϑαυμαστὸν γάρ τινα ἀνὴρ κατῆρχε λόγον Plat. Euthyd. 283 e. – Bei Sp. auch = Herr sein, beherrschen. – Med. κατάρχομαι, anfangen, anheben; absol., τόδε κατάρχεται μέλος ἐμοὶ κλύειν φίλιον ἐν δόμοις Eur. Herc. Fur. 749, vgl. 889; Pol. 5, 49, 1; c. gen., Eur. Phoen. 543; τοῖς κατηργμένοις ἤδη τῆς ἐπ ουρανίου πορείας Plat. Phaedr. 256 d; κατήρχοντο τῆς πρὸς τὸν βουνὸν προςβολῆς Pol. 2, 67, 1. – Bes. gottesdienstlicher Ausdruck, von den Gebräuchen, mit denen beim Opfer der Anfang gemacht wurde, Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, Nestor begann das Opfer mit Händewaschen und Aufstreuen der heiligen Gerste auf das Haupt des Opferthieres, Od. 3, 445; das Opferthier weihen, um es zu schlachten, Her. 2, 45; μὴ κατάρξῃ τοῦ τράγου Ar. Av. 960; Eur. I. T. 40. 56 u. öfter; κατάρξει ϑυμάτων Phoen. 576; D. Hal. 3, 35 u. a. Sp.; καὶ καϑιερῶσαι Plut. Themist. 13; auch pass., ᾗ (ϑεᾷ) σὸν κατῆρκται σῶμα Eur. Heracl. 601; vgl. ἀπάρχω. – Dah. schlagen, tödten, τινός; Luc. Somn. 3; ἅπαντας γὰρ ἔδει κατάρξασϑαι καὶ γεύσασϑαι τοῦ φόνου Plut. Caes. 66. – Uebertr., ϑανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξομαι, v. l. κατάρξω, beklagen, Eur. Andr. 1200.
-
2 κατάρχω
A make beginning of a thing, c.gen., τίνες κατῆρξαν.. μάχης; A.Pers. 351; ὁδοῦ κατάρχειν lead the way, S.OC 1019;δεινοῦ λόγου Id.Tr. 1135
;λόγων Χρησίμων Ar.Lys. 638
, cf. Pl.Prt. 351e, etc.;τραυμάτων Ascl.Tact.7.1
; τὸ κατάρχον αἰσθήσεως, τῆς κινήσεως, the source of perception, of motion, Gal. 5.588: rarely c. acc., begin a thing,θαυμαστόν τινα λόγον Pl.Euthd. 283b
: c. part., begin doing, X.Cyr.1.4.4, 4.5.58: abs., Pl.Smp. 177e, Arist.Mu. 399a15.2 θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω I will lead the dirge over.., E.Andr. 1199 (lyr., with reference to the religious sense, infr. 11.2).II [voice] Med., begin, like [voice] Act., c. gen.,ἐχθρᾶς ἡμέρας κατάρχεται Id.Ph. 540
;τοῖς κατηργμένοις τῆς πορείας Pl.Phdr. 256d
;κ. τῆς προσβολῆς Plb.2.67.1
;τοῦ λόγου Plu.2.151e
: c. acc., κ. νόμον, στεναγμόν, E.Hec. 685 (s. v. l.), Or. 960 (both lyr.): abs., κατάρχεται μέλος is beginning, Id.HF 750 (lyr.), cf. 891 (lyr.);τὸ -άρξασθαι Ael. Tact.17
.2 in religious sense, begin the sacrificial ceremonies, once in Hom., began [the sacrifice] with the washing of hands and sprinkling the barley on the victim's head, Od.3.445: abs., Hdt.4.60, 103, And.1.126; κατάρχομαι μέν, σφάγια δ' ἄλλοισιν μέλει I begin the rite, but leave the slaughter of the victim to others, E.IT40; ἐπὶ τῶν θυσιῶν κριθαῖς κ. D.H.2.25: c. gen., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου make a beginning of the victim, i. e. consecrate him for sacrifice by cutting off the hair of his forehead, Ar.Av. 959; ἐπεὶ δὲ αὐτοῦ (sc. Ἡρακλέος)πρὸς τῷ βωμῷ κατάρχοντο Hdt.2.45
; πῶς δ' αὖ κατάρξῃ θυμάτων; E.Ph. 573, cf.IT56, 1154;κατάρξασθαι τῶν ἱερῶν D.21.114
: metaph.,σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο Luc.Somn.3
, cf. Plu.Caes.66:—so later in [voice] Act., Hld.2.34, al.b sacrifice, slay, ξίφει, φασγάνῳ κ., E.Alc.74, El. 1222 (lyr.):— [voice] Pass., ᾗ (sc. τῇ θεᾷ) σὸν κατῆρκται σῶμα hath been devoted, Id.Heracl. 601.III [voice] Act., rule, govern, c. gen., Alciphr.3.44 (s.v.l.).IV κατάρξω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις will chastise you.., LXX 3 Ki.12.24r.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάρχω
-
3 καταρχω
1) тж. med. класть начало, начинать, приступатьτίνες κατῆρξαν μάχης ; Aesch. — кто (первый) начал сражение?;ὁδοῦ κ. Soph. — начинать (первым) путь, т.е. идти впереди (кого-л.);οἱ κατηργμένοι τινός Plat. — приступившие к чему-л.;δεινοῦ λόγου κατῆρξας Soph. — ты начал странную речь;θαυμαστόν τινα κατῆρχε λόγον Plat. — (он) завел какую-то диковинную речь;αὐτὸς οὕτω ποιῶν κατῆρχεν Xen. — (Кир) первый подавал пример этого;κατάρχεσθαι στεναγμόν Eur. — поднимать вопль2) культ., med. приступать к жертвоприношению, начинать обрядΝέστωρ χέρνιβά τ΄ οὐλοχύτας τε κατήρχετο Hom. — Нестор начал омовение рук и осыпание (жертвы) ячменем, т.е. приступил к жертвоприношению;
ἐπεὴ αὐτοῦ πρὸς τῷ βωμῷ κατάρχοντο Her. — когда (египтяне) приступили к тому, чтобы принести его в жертву;κατάρχομαι μέν, σφάγια δ΄ ἄλλοισιν μέλει Eur. — я начинаю обряд жертвоприношения, заклание же (жертвы) - дело других3) med. приносить в жертву, закалывать(τοῦ τράγου Arph.)
κατάρχεσθαι ξίφει Eur. — закалывать (жертву) мечом;κατάρξασθαι θυμάτων Eur. — совершить жертвоприношения4) med. посвящатьᾗ σὸν κατῆρκται σῶμα Eur. — (богиня), которой посвящена ты (досл. твое тело)
5) med., ирон. дубасить, бить, колотитьσκυτάλην λαβών μου κατήρξατο Luc. — взяв дубину, он отделал меня
6) med. убивать, умерщвлять(ἅπαντας Plut.)
-
4 ασφαλεια
ион. ἀσφᾰλείη и ἀσφαλίη ἥ1) безопасность, защита(πρός τι Thuc. и ἀπό τινος Polyb.)
ἀσφαλείᾳ ἀνορθῶσαι πόλιν Soph. — восстановить безопасность города;ἀσφάλειάν τινι παρέχειν и διδόναι Xen. или παρέχεσθαι Plat. — гарантировать неприкосновенность или давать убежище кому-л.;δοῦναι ἑαυτόν τινι ὑπὲρ ἀσφαλείας Plut. — бежать (стать) под чью-л. защиту;δεηθεὴς τῆς ἀσφαλείης ἔτυχε Her. — он получил право безопасного прохода2) безопасный момент3) безопасное место, убежище4) уверенностьἀ. πολλή (ἐστιν) μέ ἂν ἐλθεῖν ἡμῖν διὰ μάχης Thuc. — можно быть уверенным, что они не станут воевать с нами
5) гарантия, разрешение6) достоверность, незыблемость, убедительностьἀ. λόγου Xen. — неопровержимый довод
-
5 ἄφετος
A let loose, ranging at large, esp. of sacred flocks that were free from work,ἄ. ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr. 666
;ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ.. ἱερῷ Pl. Criti. 119d
;νέμονται ὥσπερ ἄφετοι Id.Prt. 320a
, cf. R. 498c, Isoc.5.127, Call.Del.36.II of persons, dedicated, free from worldly business, E. Ion 822, Plu.2.768b; [γένη] ἀπόλυτα καὶ ἄ. Iamb.Myst.1.8
;ἄ. παντὸς τοῦ δεινοῦ Max.Tyr.3.9
.2 of things,ἄ. ἡμέραι
holidays,Poll.
1.36; νομὴ ἄ. free range, of horses, Plu.Lys.20;ὁρμαί Ph.2.380
, cf. Plu.2.12a;δρόμοι Id.Cleom.34
;ἐξουσία τοῦ λέγειν Phld.Herc.862.10
;κακουργίαι Id.Piet.21
;τὸ ἄ. τῆς κόμης Luc.Dom.7
;τοῦ λόγου Hermog.Id.1.6
. Adv.-τως, ὁρμᾶν
freely,Ph.
1.135, cf. Dam.Pr. 307;ἀπολαύει Phld.D.3
Fr.89.3 of style, rambling, prolix, Luc.Tox. 56.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek